ἐκλιπής

ἐκλιπής
ἐκλιπής
failing
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκλιπής — ἐκλιπής, ές (Α) 1. ελλιπής («ἡλίου τι ἐκλιπὲς ἐγένετο» έγινε μερική έκλειψη ηλίου) 2. αυτός που παραλήφθηκε, που παραμελήθηκε («τοῑς πρὸ εμοῡ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῡτο ἦν τὸ χωρίον» αυτό το κεφάλαιο είχε παραμεληθεί απ όλους τους προγενέστερους,… …   Dictionary of Greek

  • ἐκλίπῃς — ἐκλείπω leave out aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλιπές — ἐκλιπής failing masc/fem voc sg ἐκλιπής failing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλιποῦς — ἐκλιπής failing masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”